-
1 évanouissement
λιποθυμία -
2 обморок
-
3 обморок
η λιποθυμία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > обморок
-
4 синкопе
мед. η λιποθυμία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > синкопе
-
5 беспамятство
беспамят||ствос1. (обморочное состояние) ἡ λιποθυμία:впадать в \беспамятствоство χάνω τίς αἰσθήσεις μου, λιποθυμῶ;2. (исступление):в \беспамятствостве (вне себя) ἔξω φρενών, ἐκτός ἐαυτοῦ. -
6 обморок
обморокм ἡ λιποθυμία, ἡ λιγοθυμιά:падать в \обморок λιποθυμώ, λιγοθυμω. -
7 blackout
1) (a period of darkness produced by putting out all lights: Accidents increase during a blackout.) συσκότιση2) (a ban (on news etc): a blackout of news about the coup.) απαγόρευση ειδήσεων3) (a period of unconsciousness: He has had several blackouts during his illness.) λιποθυμία4) (a brief, temporary loss of memory, as when an actor forgets his/her lines.) σκοτοδίνη5) ((also outage) a period of a general power failure.) διακοπή ρεύματος6) ((in the theatre) the putting out of the stage lights at the end of a scene etc.) (στο θέατρο) σβήσιμο των φώτων στο τέλος σκηνής -
8 faint
[feint] 1. adjective1) (lacking in strength, brightness, courage etc: The sound grew faint; a faint light.) εξασθενημένος,αμυδρός2) (physically weak and about to lose consciousness: Suddenly he felt faint.) έτοιμος να λιποθυμήσει2. verb(to lose consciousness: She fainted on hearing the news.)3. noun(loss of consciousness: His faint gave everybody a fright.) λιποθυμία- faintly- faintness -
9 swoon
-
10 обморок
[όμπμαρακ] ουσ. α. λιποθυμία -
11 обморок
[όμπμαρακ] ουσ α λιποθυμία -
12 беспамятство
-а ουδ.1. λιποθυμία.2. αμνηοία, λησμοσύνη, λήθη. -
13 бесчувствие
-я ουδ.1. αναισθησία• λιποθυμία.2. αδιαφορία, απάθεια• ασυγκινησία. -
14 вернуть
-ну, -нешь, ρ.σ.μ.1. επιστρέφω, επαναδίδω, ξαναδίνω, γυρίζω πίσω•вернуть книгу επιστρέφω το βιβλίο•
вернуть долг ξεπλερώνω το χρέος.
2. επαναφέρω, αποδίδω•вернуть здоровье αποκατασταίνιο την υγεία•
прошлого не вернуть το παρελθόν δεν ξαναγυρίζει.
1. επανέρχομαι, επιστρέφω, γυρίζω πίσω•мой, брат -лся из отпуска ο αδερφός μου επέστρεψε από την άδεια•
солдат -лся домой ο στρατιώτης γύρισε στο σπίτι του.
|| μτφ. συνέρχομαι, έρχομαι στα συγκαλά μου•ему -лось сознание αυτός συνήλθε από τη λιποθυμία.
|| μτφ. ε αναλαβαίνω•-к прежнему разговору ξαναγυρίζω στην κουβέντα που πριν είχαμε.
2. -ну, -нешь, ρ.σ. (απλ.) περιστρέφω• περιστρέφω μια φορά. -
15 обморок
-
16 потеря
-и θ.1. απώλεια, χάσιμο•потеря зрения απώλεια της όρασης•
потеря крови απώλεια αίματος•
потеря времени απώλεια χρόνου•
потеря сознания λιποθυμία•
потеря памяти απώλεια μνήμης•
безвозвратная потеря ανεπανόρθωτη απώλεια•
нести -и υφίσταμαι απώλειες.
2. πράγμα χαμένο.(στρατ.) πλθ. -и οι απώλειες•большие -и убитыми μεγάλες απώλειες σε νεκρούς.
См. также в других словарях:
λιποθυμία — λιποθυμίᾱ , λιποθυμία swoon fem nom/voc/acc dual λιποθυμίᾱ , λιποθυμία swoon fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιποθυμία — λιποθυμία, η και λιποθυμιά, η ξαφνική και παροδική απώλεια της συνείδησης και της κινητικότητας, που οφείλεται σε αναιμία του εγκεφάλου, λιγοθυμιά, λιγοθύμισμα: Της ήρθε λιποθυμία λόγω της εγκυμοσύνης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λιποθυμίᾳ — λιποθυμίᾱͅ , λιποθυμία swoon fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιποθυμία — και λιποθυμιά και λιγοθυμιά, η (AM λιποθυμία) [λιποθυμώ] απότομη και παροδική αδιαθεσία που συνοδεύεται από ωχρότητα, εφίδρωση, βόμβο τών αφτιών, διαταραχές τής όρασης και, συχνά, απώλεια συνειδήσεως μικρής διάρκειας και η οποία οφείλεται σε… … Dictionary of Greek
λιποθυμίας — λιποθυμίᾱς , λιποθυμία swoon fem acc pl λιποθυμίᾱς , λιποθυμία swoon fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιποθυμίαι — λιποθυμίᾱͅ , λιποθυμία swoon fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιποθυμίαν — λιποθυμίᾱν , λιποθυμία swoon fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιποθυμιῶν — λιποθυμία swoon fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιποθυμίαις — λιποθυμία swoon fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιποθυμίη — λιποθυμία swoon fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιποθυμίην — λιποθυμία swoon fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)